κάπας

κάπας
κάπᾱς , κάπη
crib
fem acc pl
κάπᾱς , κάπη
crib
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπάς — καπάς, ὁ (Μ) χοντρό πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cape] …   Dictionary of Greek

  • καπάσι(ον) — καπάσι(ον), τὸ (Μ) κάλυμμα τού κεφαλιού αξιωματούχων και ιερωμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. καπάς] …   Dictionary of Greek

  • μανίκι — το (Μ μανίκιον και μανίκιν και μανίκι) 1. το μέρος τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι, χειρίδα 2. το μέρος από το οποίο μπορεί να κρατήσει ή να χειριστεί κάποιος ένα όργανο, η λαβή, το χερούλι ενός εργαλείου ή δοχείου («το μανίκι τού μαχαιριού»… …   Dictionary of Greek

  • μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] …   Dictionary of Greek

  • φλόκι — το, Ν [φλόκα] 1. υφασμένο χονδρό μάλλινο χνούδι στην επιφάνεια βελέντζας ή στο εσωτερικό κάπας, πέλος 2. θηλειά από μαλλί ή βαμβάκι …   Dictionary of Greek

  • Στερν, Λόρενς — (Sterne). Άγγλος συγγραφέας (Κλόνμελ, νότια Ιρλανδία 1713 – Λονδίνο 1768). Σπούδασε στο Κέμπριτζ και ακολούθησε το εκκλησιαστικό στάδιο. Το 1741 πέτυχε, με την υποστήριξη ενός θείου του, μια θέση στην επισκοπή της Υόρκης και τον ίδιο χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κατσούλα — η (λ. ρουμ.), κωνική καλύπτρα της κεφαλής που αποτελεί μέρος της κάπας ή του πανωφοριού, κουκούλα: Έβαλε την κατσούλα του να μην τον χτυπάει ο αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”